Να ‘ρθει το Βράδυ ζήταγες, και να το, κατεβαίνει:
μια ατμόσφαιρα σκοταδερή στην πόλη είν’ απλωμένη,
σ’ άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ’ άλλους το σαράκι.
Κι ενόσω των θνητών αυτών τα ταπηνά τα πλήθη,
κάτω από την Ηδονή βογκούν σαν από δήμιο κάτω,
και πάνε τύψεις για να βρούν μες στων γλεντιών τη λήθη,
Πόνε μου δώσ’ το χέρι σου και πάμε παρακάτω,
μακριά απ’ αυτούς. Για κοίταξε στα ουράνια εκεί μπαλκόνια,
μες στους αρχαίους μανδύες τους γέρνουν τα πρώτα χρόνια,΄
κι η Νοσταλγία απ’ τα βαθιά νερά χαμογελάει.
ο Ήλιος πάει να σβήσει ωχρός κάτω από μιά αψίδα,
και σέρνοντας προς την Αυγή σαβάνου μια χλαμύδα,
ω Πόνε μου, άκου τη γλυκιά Νύχτα που περπατάει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου