Βαρέθηκα, ασχολούμαι με όλα τα μικρά τους που τα φτιάξανε μεγάλα για εμένα. Οι στόχοι τους έγιναν προσωπικοί μου, άφησα μακριά τη γυναίκα μου κι αυτή ορθώθηκε κι άρχισε να με πνίγει, ξέχασα να δω την κόρη μου να μεγαλώνει, δεν διαβάσαμε μαζί γιατί είχα μεσημεριανές συναντήσεις, δεν παίξαμε μαζί γιατί είχα απογευματινούς πελάτες, τα βράδια με φωνάζανε για δείπνα εργασίας κι αισθανόμουν περήφανος που τα αφεντικά μου έδιναν τόση σημασία, εμένα το μυρμηγκάκι που πάντα έβριζα τον άτιμο τον τζίτζικα. Κι έτσι μεγάλωσα κι έχασα τα χρόνια της γερής μου στύσης, το κορμί άρχισε να λυγίζει από τα πολλά ’ευχαριστώ’ και τις χαιρετούρες. Τα χρήματα μαζεύονταν λογιστικά στα βιβλιάρια και έφευγαν στις άχρηστες ανάγκες που μου δημιουργούσα. Εγώ συμμέτοχος στο κάψιμο των ονείρων και των διαφορετικών βιβλίων. Κατέληξαν όλα ένα ανιαρό ιστορικό μυθιστόρημα, με συγκρούσεις, συναισθήματα κι άλλα που με έκαναν να τα απεύχομαι κι έτσι έγινα ιστορία ελάχιστων γραμμών σε ληξιαρχικά πρακτικά, τίποτα καλύτερο δεν μου αξίζει. Γέννηση και θάνατος ήρθαν τόσο κοντά χρονικά, ένας βήχας, μια κουβέντα, πολλά χαλικάκια να πετάγονται στα μάτια μου και τα δάκρυα είναι κόκκινα. Ανάθεμα σας αιώνιοι γέρικοι σατράπες, ανάθεμα με!
Τώρα κάθομαι εδώ κι ακουμπώ την πλάτη μου στο γέρικο δέντρο. Η υγρασία του περνάει στο σώμα μου, νιώθω άρρωστος, τα μάτια μου έγιναν ένα με την τρύπα που αιμορραγεί. Πόσα μετάνιωσα όλα αυτά τα χρόνια, τόσα που δεν νιώθω τίποτα από τις φλόγες και τις άχρηστες ψυχές που σκάβουν λαγούμια για να βρουν την κόλασή τους. Η Θεία δύναμη βρίσκεται πίσω από έναν ελάχιστο μαγνήτη κι αν δεν ευθυγραμμιστείς είναι αδύνατον να σε εντοπίσει. Όλα τα καταραμένα συμφέροντα την κρύβουν με πακτωλούς αχρείαστων χαρτονομισμάτων, ενίοτε και πολυτελών τροχών και στην έσχατη περίπτωση ολόρθων βυζιών. Ελκυστικά προϊόντα ενός βούρκου, μέσα καύκαλα, παιδιά πρόωρα ενηλικιωμένα, οθόνες όλο και λεπτότερες, εγκέφαλοι με ανήλικο ανεύρυσμα. Δεν μπορώ να ανασάνω, ποτέ δεν μπορούσα, έκλεισαν τις βάνες, λίγα καυσαέρια εύφλεκτης ύλης απέμειναν, έβαλα το λιθαράκι μου και κύλησα την κοινωνία ελάχιστα παρακάτω.
Έχωσα τα δάχτυλα μέσα στο λασπωμένο χώμα. Δευτέρα πάντα χανόμουν, μέρα νεκρή, τέτοια μέρα βρίσκω το χρόνο να πεθάνω. Ελεύθερος αφού δεν υπήρξα ας γίνω τώρα, ας με καθαιρέσει μια ανώτατη δύναμη στον χαμηλότερο δυνατό βαθμό, να μη γίνω διευθυντής, να μην παίρνω πολλά λεφτά, να μην έχω ιδιοκτησίες, ας είμαι άναρχος, μόνος, με τα ίδια φορεμένα ρούχα, με τροφή από τη γη, ας μη δω κάτι πέρα από αυτά τα μέρη, γιατί κι όλα τα διαφορετικά που έκανα δεν με γέμισαν, με άδειασαν κι ο σάκος αυτός βρώμισε κι από το ράπισμά σας έσπασε κι έχυσε το φαρμάκι πίσω σας. Οι τελευταίες μέρες ήρθαν σαν όνειρο που έβλεπα κάθε βράδυ και ποτέ δεν θυμόμουν. Τα συννεφάκια διαλύθηκαν. Λίγο ακόμα και τα άκρα μου λευκαίνουν, η τρύπα έξω μου στραγγίζει. Μέσα... εκεί δεν θα αφήσω τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου