Η πλατεία προσπαθεί να επανέλθει μετά την πρωινή βροχή. Ο ήλιος έβγαλε στα πλακάκια τους υπάλληλους καθαριότητας του δήμου. Μια γυναίκα φορώντας τα μαύρα της μεσοαστής περνάει με το αδειανό καρότσι της μέσα από τα φύλλα που μόλις είχαν σκουπιστεί. Εκείνος γυρνάει πάλι προς τα κάτω και τα μαζεύει με την αλουμινένια μαλακή τσουγκράνα του. Ένας χοντρός κρατάει από το μπράτσο τον γερασμένο τυφλό της γειτονιάς. Θα το αφήσει στο καφενείο, σε εκείνο που είναι κρυμμένο στη γωνιά του δρόμου να καπνίσει μοναχός του στο μοναδικό τραπεζάκι που ξέμεινε έξω. Τα φορτηγά αδειάζουν και φεύγουν, αδειάζουν και φεύγουν... Στις κολώνες υπάρχουν ασπρόμαυρα χαρτιά, άλλα για τις σαράντα μέρες, άλλα για τον ένα χρόνο, μερικά για σήμερα δεκαπέντε του μήνα στις δώδεκα το μεσημέρι. Πέθανε κι ο Μάρκος ο περιπτεράς κι ο πατέρας του φίλου μου. Εμείς παραμένουμε μετρώντας άσπρες τρίχες μπροστά μπροστά, εκεί που δεν μπορείς να τις αποφύγεις από τον πρωινό καθρέφτη. Η πόλη προσπαθεί να ξυπνήσει, με αυτοκίνητα, φασαρία, αλλοδαπούς να πουλάνε και ντόπιους να κοιτάνε. Τα κόκκινα σπιτάκια διώχνουν την πρωινή πάχνη και κοιτάνε τριγύρω τους αναζητώντας τα παιδιά. Αυτά υπάρχουν μέσα στις μουχλιασμένες αίθουσες, ακίνητα και ανίκητα από τις θερμοκρασίες και τις γνώσεις. Τι κι αν η σημαία απέναντι κυματίζει και τα περιστέρια κάθονται νωχελικά κοντά της; Κάθε φορά που ο ταχυδρόμος περνάει από κάτω και δεν σταματά είναι μια ήττα. Η κυρία γυρνάει με το καρότσι μισοάδειο και σκορπάει πάλι τα κιτρινισμένα φύλλα. Ο υπάλληλος, διανοητικά πιο αργός από αυτήν, πάλι δεν σηκώνει το βλέμμα από τα πλακάκια. Η αλουμινένια τσουγκράνα του συνεχίζει να σκαλίζει την σκληρή επιφάνεια. Άλλη μια μέρα αναβοσβύνει σαν το σταυρό του φαρμακείου στη γωνία. Επιστράτευση αισθήσεων κάτω από τους ήχους χριστουγεννιάτικων κονσέρβων που ένα αυτοκίνητο διαλαλεί. Η μέρα αλλάζει χρώμα, αφήνει το ανοιχτό πράσινο και γίνεται λευκή, αδιάφορη σαν μια κενή σελίδα...
16 Δεκ 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου