29 Σεπ 2012


Όποιος για τον εαυτό του την χαρά κρατάει
Την φτερωμένη τη ζωή καταργεί,
Μα όποιος φιλάει την χαρά όταν πετάει
Ζει στης Αιωνιότητας την αυγή.

26 Σεπ 2012


Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία

19 Σεπ 2012

18 Σεπ 2012

Η ποίηση και η πρόοδος 
μοιάζουν με δυο ανθρώπους 
που μισούνται με ένα ενστικτώδες μίσος 
και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο
ο ένας από τους δύο πρέπει να παραμερίσει.
Είναι μια γλύκα, μα πικρή, τις νύχτες τις χειμερινές,
κοντά στα ξύλα της φωτιάς που τρίζουν και καπνίζουν,ν’ ακούς αγάλι νά ’ρχονται οι ανάμνησες οι μακρινές,στους ήχους που τα σήμαντρα τραγουδιστά σκορπίζουν.Καλότυχο το σήμαντρο με τον ανόθευτο χαλκό,που μ’ όλα του τα γερατειά βαστάει καλά η λαλιά τουκαι ρίχνει γύρω του πιστά τον ήχο το θρησκευτικό,σα στρατιώτης γέροντας, άγρυπνος στη σκοπιά του.Κι η ραϊσμένη μου ψυχή σαν από πλήξη σκιάζεισκορπίζει τα τραγούδια της στον κρύον αγέρα της νυχτός,μα ο ήχος της απλώνεται αδύνατος κι αποσβηστός.Και με το ρόγχο του βαθύ, ενός λαβωμένου μοιάζειπου κάτ’ από σωρό νεκρών, δίπλα σε λίμνη μ’ αίματα,λησμονημένος ξεψυχά μες στα χαροπαλέματα.
(Σὰρλ Μπωντλαίρ : Η ΡΑΪΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ)
Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη 
για κάποιον που έχει βρει 
μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το άπειρο της ηδονής;
ΟΛΑ ΟΣΑ ΚΑΝΕΙΣ, βγαίνουν λάθος·
  σαν μια χειρονομία μετέωρη, μισή,
που, ξαφνικά, κόπηκε εκεί στην κίνηση
κι έμεινε άβουλη ή με νόημα χλιαρό,
  χωρίς αιτία, παραλήπτη, προορισμό,
να σου ζητάει, φορτικά, διευκρίνιση.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος·
  η λάμψη η κερδισμένη της στιγμής
που έχει ξεπέσει πια απ' το σχήμα της
και σε κοιτάζει ειρωνικά, με καγχασμό·
  το δώρο που άφησε η φειδώ
στα χέρια μιας ανάγκης φιλοχρήματης.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος,
  η τόλμη, ο δισταγμός, το μάταιο πάθος·
εσύ ένα πιόνι μες στα πιόνια ν' απορείς·
και το παιχνίδι ήδη χαμένο κατά βάθος.

17 Σεπ 2012

Μοναξιά

Paula Modersohn-Becker: Selbstbildnis
(February 8, 1876 – November 21, 1907) 
Portrait of Rainer Maria Rilke

  Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
  απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη·
  από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
  στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
  Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.

  Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
  όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
  κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
  δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα·
  κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
  πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται :

  τη μοναξιά την παίρνουν τότε τα ποτάμια…


(ΜΟΝΑΞΙΑ : Rainer Maria Rilke, 4 Δεκεμβρίου 1875 - 29 Δεκεμβρίου 1926) 

11.000


16 Σεπ 2012

'Στείλτε μου ένα βιβλίο με ευτυχισμένο τέλος' (Ναζίμ Χικμέτ)


Ο ταξιδιώτης, τελικά, βρήκε να διανυκτερεύσει.
Ο τίμιος ξανθός ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τον απατεώνα.
Ο αγρότης βλέπει τα δέντρα
            και κλειδώνει τον στάβλο
στη τελευταία σελίδα
            του βιβλίου
με το ευτυχισμένο τέλος.
Οι προαναφερόμενοι αστερισμοί στάζουν στην σιγαλιά,
στα κλειστά παραθύρια, στις βαριές βλεφαρίδες.


…. Στο πρώτο κεφάλαιο τα δέντρα
σιωπηλά πλησίασαν το παραθύρι,
και στα κοιμισμένα νοσοκομεία οι άρρωστοι φωνάζουν, σαν πουλιά.
Μερικές φορές το τέλος των μυθιστορημάτων συμβαίνει μέρα.
Ο επιστήμονας ανοίγει το παράθυρο, αφού ανακάλυψε τη νομοτέλεια,
Εκείνος ο περιηγητής
            κρύβεται πίσω από τον λοφίσκο,
οι υπόλοιποι ήρωες συναντιούνται στο μεσημεριανό διάλειμμα.
Η οικονομία σταθεροποιείται,
ο κοινωνιολόγος εγκαταλείπει τις αμφιβολίες.
Στα κομψά μπαρ
            λάμπουν τα σεμνά αυτοκίνητα.
Οι πόλεμοι τελείωσαν. Μεγαλώνει γενιά.
Κάθε γυναίκα μπορεί να υπολογίζει ότι θα έχει έναν άντρα.
Οι ξανθιές μιλούν για τη διαφορά
            ανάμεσα στο καλό και το κακό.
Όλα τα δέντρα - - το μεσημέρι - - σκεπάζουν τον αγρότη με τη σκιά τους.
Όλα τα αεροπλάνα επιτυχώς
            επιστρέφουν στο αεροδρόμιο.
Όλοι οι καπετάνιοι
            βλέπουν ξεκάθαρα τη στεριά.
Οι ανόητοι γίνονται έξυπνοι. Οι ψεύτες παύουν να λένε ψέματα.
Ο απατεώνας, φυσικά, δεν κατάφερε τίποτα.
. . . Αν στο πρώτο κεφάλαιο κάποιος συνεχίζει να ουρλιάζει,
τότε στο τριακοστό, αυτός, εννοείται, δεν ακούγεται.
Σεξουαλική εγκράτεια και κοινωνική αισιοδοξία,
καλά επιγράμματα από βελλαντέλια, σονέτα, καντσονέτα,
η πλοκή μισοαστυνομική, αποκαλούμενη - - ζωή.
. . . Στείλτε μου ένα βιβλίο με ευτυχισμένο τέλος!

(Ιωσήφ Μπρόντσκι : Το βιβλίο / 22 Αυγούστου 1969, Λένινγκραντ)
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης


15 Σεπ 2012

"Πως περάσαν χίλιες μέρες κι ήρθε Κυριακή..."


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατί δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
(Ἀφήγηση : Γιώργος Σεφέρης)

Το ρόδο
δεν ζητούσε την αυγή
σχεδόν αιώνιο στο κλωνί του,
κάτι άλλο ζητούσε.

Το ρόδο
μήτε γνώση μήτε ίσκιο ζητούσε
όριο σάρκας και ονείρου,
κάτι άλλο ζητούσε.

Το ρόδο
δεν ζητούσε το ρόδο.
Ασάλευτο στον ουρανό
κάτι άλλο ζητούσε.

("Κασίντα του ρόδου" : Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα)

Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς
πηγές.

(Ἔρημος σὰν τὴ βροχή / Νίκος Καροῦζος)

7 Σεπ 2012

Το τέλος



Συμβαίνουν στον ξύπνιο όλα αυτά; Ήρθε του γλεντιού η ώρα;
Κάλλιο αιώνια να κοιμάσαι, να κοιμάσαι, να κοιμάσαι, να κοιμάσαι
Κι όνειρα να μην βλέπεις.

Ξανά – ο δρόμος. Ξανά – η κουρτίνα από τούλι,
Ξανά, σαν έρθει η νύχτα – στέπα, θημωνιά, αναστεναγμός,
Και τώρα και στο μέλλον.

Τα φύλλα τον Αύγουστο, με άσθμα το καθένα
Ονειρεύονται την ηρεμία και τη σκιά. Άξαφνα ο καλπασμός του σκύλου
Ξυπνάει τον κήπο.

Περιμένει – να καταλαγιάσουν. Ξαφνικά – ένας γίγαντας απ’ τη σκιά,
Κι ένας άλλος. Βήματα. «Εδώ έχει μάνταλο».
Συριγμός και πρόσκληση: στάσου!

Σκέπαζε, κυριολεκτικά, σκέπαζε
Το βήμα μας τη δημοσιά! Κι ένα φράχτη
Μαζί του κουβαλούσε.

Φθινόπωρο…

Τα παράθυρα μου κάνουν σκηνές. Άσκοπα όμως!
Σκίζεται απ’ τις κουμπότρυπες η πόρτα, φιλώντας
Τον πάγο των αγκώνων της.

Γνώρισε με μέ κάποιον από τους χορτασμένους,
Σαν εκείνους, του θερισμού τους νεαρούς αγρούς,
Των ερημιών και της σκουριάς.

Μα με γεύση στυφή, μα με ένα μούδιασμα, με κόμπο
Στο λαιμό, αλλά με θλίψη τόσων λέξεων
Κουράζεσαι φίλος να είσαι!

Μπορίς Πάστερνακ, από "Το τέλος"
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης