Συμβαίνουν στον ξύπνιο όλα αυτά; Ήρθε του γλεντιού η ώρα;
Κάλλιο αιώνια να κοιμάσαι, να κοιμάσαι, να κοιμάσαι, να κοιμάσαι
Κι όνειρα να μην βλέπεις.
Ξανά – ο δρόμος. Ξανά – η κουρτίνα από τούλι,
Ξανά, σαν έρθει η νύχτα – στέπα, θημωνιά, αναστεναγμός,
Και τώρα και στο μέλλον.
Τα φύλλα τον Αύγουστο, με άσθμα το καθένα
Ονειρεύονται την ηρεμία και τη σκιά. Άξαφνα ο καλπασμός του σκύλου
Ξυπνάει τον κήπο.
Περιμένει – να καταλαγιάσουν. Ξαφνικά – ένας γίγαντας απ’ τη σκιά,
Κι ένας άλλος. Βήματα. «Εδώ έχει μάνταλο».
Συριγμός και πρόσκληση: στάσου!
Σκέπαζε, κυριολεκτικά, σκέπαζε
Το βήμα μας τη δημοσιά! Κι ένα φράχτη
Μαζί του κουβαλούσε.
Φθινόπωρο…
Τα παράθυρα μου κάνουν σκηνές. Άσκοπα όμως!
Σκίζεται απ’ τις κουμπότρυπες η πόρτα, φιλώντας
Τον πάγο των αγκώνων της.
Γνώρισε με μέ κάποιον από τους χορτασμένους,
Σαν εκείνους, του θερισμού τους νεαρούς αγρούς,
Των ερημιών και της σκουριάς.
Μα με γεύση στυφή, μα με ένα μούδιασμα, με κόμπο
Στο λαιμό, αλλά με θλίψη τόσων λέξεων
Κουράζεσαι φίλος να είσαι!
Μπορίς Πάστερνακ, από "Το τέλος"
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου