Είναι μια γλύκα, μα πικρή, τις νύχτες τις χειμερινές,
κοντά στα ξύλα της φωτιάς που τρίζουν και καπνίζουν,ν’ ακούς αγάλι νά ’ρχονται οι ανάμνησες οι μακρινές,στους ήχους που τα σήμαντρα τραγουδιστά σκορπίζουν.Καλότυχο το σήμαντρο με τον ανόθευτο χαλκό,που μ’ όλα του τα γερατειά βαστάει καλά η λαλιά τουκαι ρίχνει γύρω του πιστά τον ήχο το θρησκευτικό,σα στρατιώτης γέροντας, άγρυπνος στη σκοπιά του.Κι η ραϊσμένη μου ψυχή σαν από πλήξη σκιάζεισκορπίζει τα τραγούδια της στον κρύον αγέρα της νυχτός,μα ο ήχος της απλώνεται αδύνατος κι αποσβηστός.Και με το ρόγχο του βαθύ, ενός λαβωμένου μοιάζειπου κάτ’ από σωρό νεκρών, δίπλα σε λίμνη μ’ αίματα,λησμονημένος ξεψυχά μες στα χαροπαλέματα.
(Σὰρλ Μπωντλαίρ : Η ΡΑΪΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ)
Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη
για κάποιον που έχει βρει
μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το άπειρο της ηδονής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου