Κυνήγησα τ’ άστρα και τις άμαξές τους,
σιδερένια οχήματα ντυμένα με χρυσαφένια άμμο
για να σε δω να κάθεσαι,
στ’ άσπρα ντυμένη πεταλούδα μαυρισμένη
να κοιτάς κάτω σου, να με κοιτάς.
Έψαξα από τη σελήνη αριστερά,
όπως θωρείς από χαμηλά και φαίνεται εκείνη η λακκούβα
για να σε δω να πλαγιάζεις,
στην πλάτη ενός κρατήρα
να αιωρείσαι στο κενό ψηλά από μια σκονισμένη κούνια.
Κι ήθελα να ήμουν εκεί όταν θα ξυπνούσες,
μικρό δισκάκι με διάφορα πιατάκια, πιρούνι και μαχαίρι
για να δω την άκρη απ’ τα χείλη σου
υγρή να ξεκουμπώνεται για να χαμογελάσει,
κι ο ουρανός ν’ ανοίξει λευκός
να μιλάς μαζί μου μέσα απ’ τα πέλαγα του ήχου.
Οι πάνινες κούκλες βρωμίσανε από τα χρόνια που έφαγες,
πήρανε στα πλαστικά χεράκια τους ύφασμα και μύρο
και σε κάθε γωνιά βρεθήκανε να σκαλίζουν κομμάτια αιθέριας λάσπης,
δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, γεμίσανε τις σελίδες των ημερολογίων σου
κι έμεινες ανέμελη να ταλαντεύεσαι κάπου στο παντοτινό πουθενά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου