Πιάσαμε να κουβαλήσουμε τη ντουλάπα. Τα νύχια μου χωνόντουσαν στο μαλακό ξύλο της ράχης της, όλο το διάστημα που ως τελευταίος ζοριζόμουν στις σκάλες. Μετά τη γείραμε στα δεξιά για να την περάσουμε από την πόρτα. Μέσα στο διαμέρισμα έτσι πλαγιασμένη ήταν σαν μια νεκρή πεταλούδα με τα φτερά της, τα πορτόφυλλά της είχαν ξεφύγει από το μικρό κομμάτι χαρτοταινίας, ν’ αγκαλιάζουν νωχελικά τους αόρατους πυρήνες γόνιμων ανθών. Πόνεσε η μέση μου από το βάρος της. Χαρούμενος την ακούμπησα από το μέρος μου και την έσπρωξα προς τον απέναντι από το μπαλκόνι τοίχο. Κοίταξα πίσω μου στα νερά που λιμνάζανε έξω και μου φάνηκε όλο και να ζυγώνουν, μα δεν έδωσα εσκεμμένα σημασία. Στράφηκα στις κούτες που είχαμε άχαρα πετάξει στο ανατολικό μέρος του δωματίου προ ολίγων ωρών, αποδεσμεύοντας έτσι τον τρίτο της παρέας κουβαλήματος που άτυπα είχαμε θεσπίσει.
Έπειτα πήρα έναν σωρό ρούχα από μία τσάντα και μια εξάδα καινούργιες κρεμάστρες με σκοπό ν’ αρχίσω το σιγύρισμα. Στο πρώτο δευτερόλεπτο από το άνοιγμα των μισογερμένων φύλλων της δεν πρόσεξα τίποτα περίεργο. Ποιος μπορεί άλλωστε να με κατηγορήσει γι αυτό. Περιμένεις να δεις τίποτα άλλο από διάφορους χρωματισμούς του ξύλου μέσα σε μία ντουλάπα; Και καθώς το ελάχιστο κενό με το δεύτερο δευτερόλεπτο τελείωνε, παρατήρησα ότι έβλεπα τον τοίχο εμπρός μου. Μα αν και πριν από λίγο εγώ μαζί με τον αλλοδαπό της μεταφορικής εταιρίας ανέβασα το έπιπλο κι αν τα δάχτυλά μου ένιωθαν το βάρος συσσωρευμένο στο πίσω ξύλινο μέρος της, τώρα απουσίαζε η πλάτη της. Αυτό ήταν αδύνατον ή πέρα για πέρα φανταστικό, άρα κάτι πρόσμενα για να εκλογικεύσει την κατάσταση αυτή. Περίμενα καρτερικά ρίχνοντας ματιές μια στον τοίχο μέσα από τα πλάγια κλαδιά της και μια στη στοίβα που τα ρούχα κι οι κρεμάστρες μορφοποίησαν. Μία, δύο, τρεις στιγμές, τίποτα.
Σχημάτισα πάνω στην μαύρη εικόνα που έδειχνε η οθόνη του μυαλού μου ένα εξοχικό τοπίο. Δύο γυναίκες καθόντουσαν πολύ μακριά από εμένα κι έτσι έριξα την προσοχή μου σε ποιο κοντινές καταστάσεις. Όπως εκείνο το γαϊδουράκι προς τ’ αριστερά μου. Πιο πέρα κάτι γκρίζα πουλιά κάνανε κύκλους στον αέρα και με βάση μία υποθετική γεωμετρική πρόοδο, κατέβαιναν προς το έδαφος. Ο στόχος γύρω από τον οποίο κάποιος θα μπορούσε να κάνει μετρήσεις για να βρει με ακρίβεια δύο δεκαδικών αριθμών την παραπάνω πρόοδο, κρύφτηκε κάτω από τον όγκο ενός καταπράσινου υψώματος. Εκεί δύο φιγούρες περπατούσαν σκυμμένοι από το βάρος του πολιτικού τους βίου, σαν πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος δημοκρατίας μίας πολύπαθης χώρας. Γύρισα την προσοχή μου στην δεύτερη εικόνα του υπομονετικού λαϊκού ζώου, εάν θυμόμουν καλά από τα σχολικά μου εγχειρίδια εκλιπόντων εμψύχων. Είχε στην πλάτη του ένα πελώριο κυκλικό φορτίο και ένας κοντός και υπερβολικά καλοντυμένος για τον χώρο αυτό άνθρωπος το ενθάρρυνε να συνεχίσει βρίζοντας το.
Κάτι σκουρόχρωμες γραμμές σε έγχρωμο φόντο στην οθόνη, σαν αλλαγή καναλιού μόλις ξεκινήσουν οι διαφημίσεις, με έκανε να εστιάσω στην εικόνα της μεταφοράς. Ίσως να ήταν ο γνωστός Μήτσος των εκδρομών-μεταφορών. Αλλά πάλι έλειπε η κατάλληλη υπόκρουση. Αν και το ζωντανό βυθιζόταν στο μαλακό και χορταριασμένο έδαφος και ο περιπατητής από δίπλα πρέπει να έβριζε και να έφτυνε αδιάκοπα, μία πελώρια ησυχία στα πρόθυρα ενός κενού βουητού έφτανε σε μένα. Τι περισσότερο μπορεί να περίμενα με την εικόνα να μεταδίδεται με τα κύματα του υποσυνείδητού μου από τον τοίχο που βρισκόταν πάνω και πίσω από τα συρτάρια της φοιτητικής μου ντουλάπας. Τίποτα περισσότερο με βάση τα βιβλία που διάβαζα τις τελευταίες εβδομάδες και απειροελάχιστα ανακαλούσα. Κατά πως τα ήθελα εγώ πρέπει να ζύγωναν τα συμβάντα αυτά, αν και δεν ήμουν σίγουρος ότι έστω και ασυναίσθητα τα είχα καλέσει ή προκαλέσει εγώ.
Κατόπιν έκανα μια άλλη υπόθεση, αυτή του να ονειρεύομαι. Αυτόματα πιτσιρίκια πετάχτηκαν κι άρχισαν έναν πρόστυχο χορό γύρω από ένα κοντινό κυπαρίσσι. Αυτό σαν όλο και να ψήλωνε από την ντροπή του. Από την χαρούμενη παρέα οι επιθυμητές γυναίκες είχαν κάνει έναν πολύ μικρό κύκλο και με δαυλούς πάθους κι ανοιξιάτικες πασχαλιές στα χέρια τ’ αγόρια χόρευαν πηδώντας στον αέρα. Οι υπόλοιπες γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους προς εμένα. Σαν να με κατηγορούσαν ότι έφταιγα εγώ που δεν τις έπλασα ποθητές και πανέμορφες στη φαντασία μου. Το αειθαλές δέντρο μου θύμισε το σχολείο που πήγαινα, το πέμπτο δημοτικό της πόλης μου. Έτσι ξέφυγα από τα βλέμματά τους και θυμήθηκα τον ορθωμένο προς τον συνήθως ηλιόλουστο ουρανό ιστό της σημαίας όπου πολλοί φίλοι μου παίζοντας τον πότισαν με το παιδικό τους αίμα και τις διόλου παιδικές τους βρισιές.
Και η θεωρία του ονείρου συνεχίστηκε όταν συσχέτισα τις παιδικές μου θυμίσεις με δύο μωρά μπροστά μου. Βρισκόταν στα πλάγια της πορείας που ακολουθούσε το ζευγάρι του υπομονετικού ζώου και του απότομα γερασμένου ανθρωπάκου. Έβγαλα την μεγάλη ανάσα που είχα τόση ώρα κρατημένη μέσα μου και κόλλησα τα χέρια μου στα ισχία μου. Μουρμούρισα σιγανά μα γρήγορα στον εαυτό μου προτάσεις ποιητών, λέξεις θάρρους κι αυτοσυγκέντρωσης. Ενθουσιάστηκα όταν κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να αντιλαμβάνομαι κάποιο νόημα, αλλά απλά να αφήνομαι στους ήχους που σχημάτιζαν δίχτυ και με κουνούσαν σε ρυθμούς κρουστών. Ήθελα και κάτι να πιω. Ίσως ένα ζεστό τσάι με λίγο αγγλικό ρούμι να χαρίζει οσμή και γεύση. Εκείνη τη στιγμή ή λίγο πιο πριν ή και μετά, η ελιά πάνω από το κεφάλι μου άρχισε να πετάει τους καρπούς της. Μονάχη σε χωράφια που δεν θα ‘ρθουν αγρότες με τα δίχτυα και τα καλάμια τους να την αρμέξουν. Προτού ο χειμώνας της παγώσει τα παιδιά πάνω στα κλαδιά, αισθάνθηκε εμένα δίπλα της και μου ‘δωσε τα φρούτα της, το σπέρμα και το γέννημά της. Μάζεψα στις παλάμες μου όσες περισσότερες γίνονταν από τις μεγαλύτερες, κατάμαυρες και αρκετά λαδωμένες.
Κάτι κουνήθηκε και σχημάτισα σκούρες κηλίδες στο πανωφόρι μου. Τίναξα τα κουκούτσια στο πάτωμα κι ο ήχος του ξύλινου δαπέδου με έφερε πίσω. Έβλεπα πάλι τον τοίχο αλλά από την αντίθετη μεριά τώρα. Ήμουν μέσα. Πήρα να κινήσω το δεξί μου χέρι κι αυτό γδάρθηκε πάνω στα τούβλα και τα χαλίκια. Τ’ αριστερό μου ήταν τριγυρισμένο από καλώδια που κατευθυνόντουσαν στην πρίζα που θα τροφοδοτούσε μελλοντικά τον υπολογιστή μου. Εκείνη την ώρα καταλάβαινα ότι αποκλείεται να συνέβαινε αυτό. Αν εγώ προϋπήρχα του τοίχου δεν μπορούσα να βρίσκομαι και μέσα σ’ αυτόν. Τα μάτια μου κατάστεγνα, γεμάτα άμμο κι ασβέστη, δακρυσμένα, αλλά με τη δύναμη να κοιτάνε μισάνοιχτα ακόμη το υπόλοιπο του δωματίου. Και κει που έπεφτα συνειδητά σε λήθαργο για να ξυπνήσω στο κρεβάτι που απλωνόταν ζερβά στο οπτικό μου πεδίο, η όρασή μου κατευθύνθηκε λίγο παραπέρα. Εκεί πίσω από το σχέδιο της αδερφής μου για τα κουμάσια από το χωριό μας στον τόπο ασέλγειας δίπλα στο ποτάμι, το είδα. Τα κουτιά που περιείχαν το πανάκριβο στερεοφωνικό μου και τα παλιά βινύλια του πατέρα δεν με εμπόδιζαν καθόλου. Αντίθετα τα δάκρια στα μάτια ενώθηκαν με υλικά της ακροθαλασσιάς που χρησιμοποιούν για να δέσουν τα πανύψηλα σημερινά κτίρια. Λίγο μετά που κατάφερα και ξανακοίταξα διέκρινα ένα κύμα ομίχλης μέσα στο δωμάτιο, όμως δεν έκρυβε την κόκκινη κάσα από παλιό ξύλο που το έπιπλο είχε. Ήταν το δώρο που ήθελα να της κάνω, και νομίζω ότι ακόμη θέλω να της κάνω ένα οποιοδήποτε δώρο. Το σύννεφο ξεκίνησε προς το μπαλκόνι. Έβγαλε σιγά-σιγά το μπροστινό του μέρος και μετά το υπόλοιπο από το ανάλαφρο σώμα του. Κι έτσι καθάρισε το είδωλο επάνω στον καθρέφτη. Να νιώθω τα μάτια μου ορθάνοικτα κάθετα μπροστά μου και να βλέπω μονάχα μία κενή αναπαυτική πολυθρόνα και τον από παλιά ασβεστωμένο τοίχο.
Αλεξανδρούπολη, 10 Δεκέμβρη ’99
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου