31 Δεκ 2012
27 Δεκ 2012
26 Δεκ 2012
25 Δεκ 2012
18 Δεκ 2012
Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις.
Ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις
(Άννα Αχμάτοβα)
16 Δεκ 2012
6 Δεκ 2012
4 Δεκ 2012
21 Νοε 2012
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο,
κι απ' το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,
και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού
να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου
να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ από το ποίημα : Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
20 Νοε 2012
όλα στραβά
αυτά που ήξερες κι αυτά που θα μάθεις
γύρνα το βιβλίο σου, κοίτα το αλλιώς
φώναξε ότι είναι σωστό το στραβό σου...
είσαι εσύ κι είναι όλοι αυτοί
12 Νοε 2012
10 Νοε 2012
4 Νοε 2012
2 Νοε 2012
Φυσούσα δυνατά μέχρι να διώξω
τα σύννεφα, γεννούσαν τη βροχή.
Φυσούσα να φανεί το ουράνιο τόξο
το γκρίζο να απαλύνει… το τραχύ.
Μα κάποτε μού τέλειωσε ο αέρας
τα σύννεφα παρέμειναν εκεί·
σχημάτιζαν αυτό το ουράνιο τέρας
στον εφιάλτη μου που κατοικεί…
κι ενώ πνιγόμουν απ’ την ασφυξία
τον εφιάλτη ονόμασα ουρανό
τού ’δωσα την υπέρτατη αξία…
ζώντας και με καινούρια δεδομένα
κατέβηκα ησύχως το βουνό…
είχαν νικήσει πια τα τετριμμένα!
(Kώσταs Σφενδουράκηs, "Nίκη των τετριμμένων")
30 Οκτ 2012
Τ.Λ.
«Ζήσαμε πάντοτε αλλού
και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει,
ερχόμαστε για λίγακι...
όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί».
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.
(Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, 20 Απριλίου 1922 -30 Οκτωβρίου 1988)
22 Οκτ 2012
15 Οκτ 2012
29 Σεπ 2012
26 Σεπ 2012
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
19 Σεπ 2012
18 Σεπ 2012
Η ποίηση και η πρόοδος
μοιάζουν με δυο ανθρώπους
που μισούνται με ένα ενστικτώδες μίσος
και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο,
ο ένας από τους δύο πρέπει να παραμερίσει.
μοιάζουν με δυο ανθρώπους
που μισούνται με ένα ενστικτώδες μίσος
και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο,
ο ένας από τους δύο πρέπει να παραμερίσει.
Είναι μια γλύκα, μα πικρή, τις νύχτες τις χειμερινές,
κοντά στα ξύλα της φωτιάς που τρίζουν και καπνίζουν,ν’ ακούς αγάλι νά ’ρχονται οι ανάμνησες οι μακρινές,στους ήχους που τα σήμαντρα τραγουδιστά σκορπίζουν.Καλότυχο το σήμαντρο με τον ανόθευτο χαλκό,που μ’ όλα του τα γερατειά βαστάει καλά η λαλιά τουκαι ρίχνει γύρω του πιστά τον ήχο το θρησκευτικό,σα στρατιώτης γέροντας, άγρυπνος στη σκοπιά του.Κι η ραϊσμένη μου ψυχή σαν από πλήξη σκιάζεισκορπίζει τα τραγούδια της στον κρύον αγέρα της νυχτός,μα ο ήχος της απλώνεται αδύνατος κι αποσβηστός.Και με το ρόγχο του βαθύ, ενός λαβωμένου μοιάζειπου κάτ’ από σωρό νεκρών, δίπλα σε λίμνη μ’ αίματα,λησμονημένος ξεψυχά μες στα χαροπαλέματα.
(Σὰρλ Μπωντλαίρ : Η ΡΑΪΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ)
Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη
για κάποιον που έχει βρει
μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το άπειρο της ηδονής;
ΟΛΑ ΟΣΑ ΚΑΝΕΙΣ, βγαίνουν λάθος·
σαν μια χειρονομία μετέωρη, μισή,
που, ξαφνικά, κόπηκε εκεί στην κίνηση
κι έμεινε άβουλη ή με νόημα χλιαρό,
χωρίς αιτία, παραλήπτη, προορισμό,
να σου ζητάει, φορτικά, διευκρίνιση.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος·
η λάμψη η κερδισμένη της στιγμής
που έχει ξεπέσει πια απ' το σχήμα της
και σε κοιτάζει ειρωνικά, με καγχασμό·
το δώρο που άφησε η φειδώ
στα χέρια μιας ανάγκης φιλοχρήματης.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος,
η τόλμη, ο δισταγμός, το μάταιο πάθος·
εσύ ένα πιόνι μες στα πιόνια ν' απορείς·
και το παιχνίδι ήδη χαμένο κατά βάθος.
σαν μια χειρονομία μετέωρη, μισή,
που, ξαφνικά, κόπηκε εκεί στην κίνηση
κι έμεινε άβουλη ή με νόημα χλιαρό,
χωρίς αιτία, παραλήπτη, προορισμό,
να σου ζητάει, φορτικά, διευκρίνιση.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος·
η λάμψη η κερδισμένη της στιγμής
που έχει ξεπέσει πια απ' το σχήμα της
και σε κοιτάζει ειρωνικά, με καγχασμό·
το δώρο που άφησε η φειδώ
στα χέρια μιας ανάγκης φιλοχρήματης.
Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος,
η τόλμη, ο δισταγμός, το μάταιο πάθος·
εσύ ένα πιόνι μες στα πιόνια ν' απορείς·
και το παιχνίδι ήδη χαμένο κατά βάθος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)