1 Αυγ 2008

« … ήτανε μια φορά και πάντα »

¨Στο καφενείον η Ελλάς, ο σαλτιμπάγκος πουλάει τα νούμερα φτηνά, δραχμή τα ακροβατικά, οι αλυσίδες δωρεάν, το πήδημα θανάτου δυο δραχμές, το πήδημα θανάτου δυο δραχμές χωρίς σχοινιά! Περάστε κόσμε! Περάστε κόσμε!!!¨ - [σ.σ. : όπου «Η ΕΛΛΑΣ» βάλτε τη χώρα της επιλογής σας.]

(Από το τραγούδι: «1950 (Καφενείον: Η ΕΛΛΑΣ)» Στίχοι: Κ. Χ. Μύρης, Μουσική: Γ. Μαρκόπουλος, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Έτος: 1972, Δίσκος: «Διάλειμμα», Δισκογραφική Εταιρεία: Columbia.)

Ήτανε μία φορά κι έναν καιρό δύο αγαπημένοι άνθρωποι της αντίθετης φυλής, δίχως έλξη μεταξύ τους, αλλά και χωρίς καμία κακία και αντιδικία, χωρίς λόγους κι αιτίες. Ζούσανε αντικριστά, κάθε πρωί που ο Μανόλιας σηκώνονταν αντίκριζε τον γείτονά του τον Εφρέμ, ποτέ δεν τον χαιρέτησε, ποτέ δεν τον έβρισε. Εκείνος στέκονταν αγέρωχος κι όλο έχτιζε καινούργια κοτέτσια και μαντριά και ύψωνε τους τοίχους όλο και πιο ψηλά για να κόβει τον αγέρα από τον διπλανό, που όμως τόσο συμπαθούσε αλλά και ζήλευε. Ο άλλος προσπαθούσε να μεγαλώσει το ρέμα της μεριάς για να φέρνει το νερό από το ξέχειλο ποτάμι στα δικά του σπαρτά όλο το χρόνο, κι έτσι λιγόστευε το πότισμα του γείτονα τον οποίο τόσο αγαπούσε αλλά και φοβόταν.

Μεγάλωσαν μαζί, κουβέντα δεν αντάλλαξαν, μπροστά σε άλλους ματιά δεν σταύρωσαν, παιδιά δεν είχε ο ένας, γυναίκα δεν είχε ο άλλος. Το χωριό όλο έπαιρνε κι ερήμωνε, έφευγαν για άλλα μέρη με άλλους τρόπους και για διάφορους λόγους, κι έτσι ο ένας κι ο άλλος ξεμάκραιναν κι ας ήταν γείτονες. Έμειναν δύο σπίτια να κατοικούνται και να τα χωρίζει ένα ποτάμι κι ένα βουνό, κι ας ήταν δίπλα στη θάλασσα, κι ας ήταν μόνοι στη συντροφιά τους και μαζί στη μοναξιά τους…

Όταν ο Μανόλιας ένα πρωινό συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος του γέρασε το σώμα και οι σκέψεις του έφαγαν τις θυμίσεις του αποφάσισε να πάει και να χτίσει μία γέφυρα στο κανάλι του βουνίσιου νερού που έφτιαξε με τα χρόνια. Θέλησε να βάλει τα δυνατά του και να κάνει με τα καλύτερα του ξύλα μία κατασκευή και να πάει να γνωρίσει την αντίκρυ μεριά, λίγα μέτρα παρά πέρα. Όπλα του το τσεκούρι και τα σχοινιά, να πληγώσει τα δέντρα του κήπου του, να τους δώσει νόημα στη ζωή τους, να πατήσει πάνω τους και να ανοίξει το στόμα του μία φορά για να πει κουβέντα γλυκιά, καλωσόρισμα και καλό κατευόδιο μαζί.

Ο Εφρέμ εκείνη την εποχή ήταν στο κρεβάτι, ανήμπορος να κουνήσει τα πόδια του, τα γόνατά του τρίφτηκαν από τα χρόνια αλλά κι από όλο το χώμα και τη λάσπη και τις πέτρες που κουβαλούσε για να υψωθεί από τον γείτονά του. Φίλοι του ήταν τα πιρούνια και τα μαχαίρια, τα πιάτα και τα ποτήρια, όλα σε στοίβες τριγύρω του, ούτε βιβλία, ούτε ραδιόφωνο, χαρτί και μολύβι ο νους του, τα αυτιά και τα μάτια άχρηστα κι απαίδευτα. Σκεφτόταν καιρό τώρα με τα νύχια του να σκάψει τα υψώματα που τόσο κόπιασε να ορθώσει, να δει άνθρωπο, να σταθεί μια στιγμή να ακούσει φωνή και μετά ας μη γίνει τίποτα.

Η θάλασσα κοιτούσε τον ουρανό και του χαμογελούσε, μεγάλες δυνάμεις τις περιοχής, κάθε φθινόπωρο ακόνιζαν τα νύχια τους για τον χειμώνα, μάχες και πόλεμοι μεταξύ τους, και σαν ερχόταν η άνοιξη, κουβεντολόι και φιλιώματα για το ξένοιαστο καλοκαίρι που ζύγωνε. Ο ουρανός ήταν πραματευτής, έδινε τα σύννεφά του στον Μανόλια για να γεμίσει τα κανάλια του κι έπαιρνε πίσω θυμό και σιωπή. Απέναντι του ο Εφρέμ αγόραζε την απουσία αέρα και την παρουσία του ήλιου, να στεγνώσει η λάσπη να ψηλώσει ο τοίχος, κι έστελνε τα μουγκά του νεύρα ψηλά. Απέραντος ο ουρανός δεν τον ενοχλούσαν οι ανταλλαγές αυτές, τις έβαζε εκεί στην στρογγυλάδα της γης, εκεί που ακουμπούσε τη θάλασσα, έτσι για να τη νευριάσει με τα ανταλλάγματα που συνέχεια εισέπραττε. Εκείνη από τη μεριά της, καταγάλανη και ήρεμη ή μαύρη και φουρτουνιασμένη είχε μάτια μόνο για ψηλά. Όσο έπαιρνε να γυρνά η γη τόσο προσευχόταν να ξεφύγει από τον άξονα της και να αγγίξει πραγματικά τον ουρανό, για μία στιγμή, για ένα χάδι και μετά όχι άλλο, ποτέ ξανά.

Ο Μανόλιας είναι η Ελλάδα που υπήρχε από πάντα και μόνη της προσπαθεί να συνεχίσει να υπάρχει γιατί κανείς δεν της ήτανε άξιος και όλοι της φταίγανε. Αλλά συνειδητοποιώντας τη μοναξιά της, έδωσε τα καλύτερα παιδιά της για να μην πνιγεί από τα βουνά και τους εχθρούς, παλιούς πραγματικούς και νέους εικονικούς, και έτσι να δει ίσια μπροστά της με ποιους ανήμπορους ισχυρούς είχε να κάνει από πάντοτε. Ο Εφρέμ είναι η Τουρκία, πάντα κοντά και για πάντα τόσο μακριά, η μεγάλη γεωγραφικά χώρα που αδυνατεί να συγχρονιστεί, να συμβιβαστεί, να συζήσει μακριά από έναν γάμο με απόλυτα προσδιορισμένη ημερομηνία καταστροφής. Απαιτεί έλεγχο των νοματαίων και ματώνει τις ανήμπορες σάρκες της και τυφλώνει τα κλειστά μάτια της. Ουρανός είναι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, αυτοί με το κέρδος, τα πετρέλαια, τα βασανιστήρια, τα εθνικά δάνεια, τον χαλκό και τον χρυσό, το κέρδος και το κέρδος, οι πραματευτές και αφεντάδες. Θάλασσα δεν υπάρχει!

¨Στο καφενείον η Ελλάς, ο σαλτιμπάγκος πουλάει τα νούμερα φτηνά, δραχμή τα ακροβατικά, οι αλυσίδες δωρεάν, το πήδημα θανάτου δυο δραχμές, χωρίς σχοινιά! Περάστε κόσμε! Στο καφενείον η Ελλάς, οι θεατρίνοι, ασετιλίνη και κερί, την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά με φουστανέλες δανεικές και δάκρυ πληρωμένο δυο αβγά και τρεις δραχμές. Περάστε κόσμε! Περάστε κόσμε!!!¨

1 σχόλιο:

dreams-dxt είπε...

http://www.epikairo.gr/?p=2318
3-Αυγ-2008

Πρώτη Δημοσίευση > Περιοδικό Inextremis, Αρχές 2007